αποθράσυνση

αποθράσυνση
η
το αποκορύφωμα της θρασύτητας, το υπέρμετρο θράσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποθρασύνομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Καθημερινή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ξεθάρρεμα — το [ξεθαρρεύω] 1. το αποτέλεσμα τού ξεθαρρεύω, ανάκτηση θάρρους, αναθάρρηση 2. αποθράσυνση …   Dictionary of Greek

  • αποθρασύνω — υνα, ύνθηκα, κάνω κάποιον θρασύ, αυθάδη: Η ευγένεια και η καλοσύνη του είχαν αποθρασύνει μερικούς. Ουσ. αποθράσυνση, η το να αποθρασυνθεί κάποιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”